- γογγυζόντων
- γογγύζωmutterpres part act masc/neut gen plγογγύζωmutterpres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυθίζω — Α 1. ψιθυρίζω, μουρμουρίζω 2. (το αρσ. μτχ. γεν. πληθ. μέσ. ενεστ.) ψυθιζομένων (κατά τον Ησύχ.) «γογγυζόντων». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα τού ψεύδομαι* (πρβλ. ψύθος), με δασεία οδοντική παρέκταση θ (πρβλ. ψιθυρίζω)] … Dictionary of Greek